ἀνιόντα — ἄνειμι go up pres part act masc acc sg ἄνειμι go up pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίοντα — ἀ̱νίοντα , ἀνέω pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) ἀ̱νίοντα , ἀνέω pres part act masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιόντ' — ἀνιόντα , ἄνειμι go up pres part act masc acc sg ἀνιόντα , ἄνειμι go up pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνιόντι , ἄνειμι go up pres part act masc/neut dat sg ἀνιόντε , ἄνειμι go up pres part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωτίδα — (Ανατ.). Είναι ο μεγαλύτερος από τους σιελογόνους αδένες και ονομάζεται έτσι εξαιτίας της γεντνίασής του με τον έξω ακουστικό πόρο. Βρίσκεται πίσω από τον ανιόντα κλάδο της κάτω γνάθου και έρχεται σε επαφή με μερικά γειτονικά όργανα, τα… … Dictionary of Greek
απιονισμός ή αποϊονισμός — Μέθοδος ελευθέρωσης του νερού από τα ξένα ιόντα που περιέχει. Μερικές ουσίες, φυσικές ή συνθετικές, που λέγονται ιοντοανταλλακτικές ρητίνες, έχουν τη δυνατότητα να συγκρατούν ένα ιόν και να το αντικαθιστούν αποδίδοντας σε αντάλλαγμα ένα άλλο.… … Dictionary of Greek
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
αμφολύτες — οι Χημ. ενώσεις που μπορούν να ιονιστούν σχηματίζοντας είτε ανιόντα είτε κατιόντα και έτσι μπορούν να δράσουν είτε ως οξέα είτε ως βάσεις … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek